δεσποτικός

δεσποτικός
δεσποτ-ικός, ή, όν,
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN134b8;

ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol.1285a22

; ἡ δ., = δεσποτεία, ib.1259a37;

τὸ δ. Pl.Lg.697c

.
2 Imperial,

νομισμάτια PFlor.95.10

;

κτήσεις PLond.2.234.1

(iv A. D.); νοτάριος ib.416.3.(iv A. D.).
II fitted to rule,

ἀδικία-ώτερον δικαιοσύνης Pl.R.344c

, etc.; inclined to tyranny, despotic,

ὀλιγαρχία δ. Arist.Pol.1306b3

; δῆμος ib.1292a16; of persons, tyrannical, Phld.Ir.p.50 W. Adv.

-κῶς, βουλεύεσθαι Isoc.4.104

;

ἄρχειν Arist.Pol.1295a16

: [comp] Comp.

-ωτέρως Id.Ath.24.2

.
2 c. gen., exercising despotic power over,

τινός X.

Oec..13.5;

ἐστὶ δὲ τυραννὶς μοναρχία δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας Arist. Pol.1279b16

; δ. τῶν βελτιόνων ib.1292a19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεσποτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό …   Dictionary of Greek

  • δεσποτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δεσπότη, αρχιερατικός: Δεσποτικός θρόνος. 2. αυτός που ασκεί αυταρχική εξουσία, απολυταρχικός: Η συμπεριφορά του απέναντι στους εργαζόμενους είναι δεσποτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτικά — δεσποτικός of neut nom/voc/acc pl δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc/acc dual δεσποτικά̱ , δεσποτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικώτερον — δεσποτικός of adverbial comp δεσποτικός of masc acc comp sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικῶν — δεσποτικός of fem gen pl δεσποτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικόν — δεσποτικός of masc acc sg δεσποτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικαῖς — δεσποτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικαί — δεσποτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτικοῖς — δεσποτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”